ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο κ. Σαμαράς επιμένει στη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας. Μιλάει, μάλιστα, για νέες κάλπες στην περίπτωση που δεν κατακτηθεί. Ποιά είναι η δική σας θέση;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Η Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα και ισχυρές κυβερνήσεις. Ο στόχος της αυτοδυναμίας σηματοδοτεί την ανάγκη μιας ισχυρής διακυβέρνησης, που θέλει τη Ν.Δ. να λειτουργεί ως ο σταθερός άξονας για την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Με άλλα λόγια, ένα ισχυρό πρώτο κόμμα όχι μόνο δεν αποκλείει την εθνική συνεννόηση, αλλά διαμορφώνει και ένα σταθερό πλαίσιο γι’ αυτήν. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε γρήγορα καίριες αποφάσεις για τη χώρα και τον ελληνικό λαό.
Στη Ν.Δ. πιστεύουμε ότι η ισχύς του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος ανταποκρίνεται στην ανάγκη της πατρίδας μας για ισχυρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση μιας πλήρους τετραετίας. Αυτό επιδιώκουμε και γι’ αυτό αγωνιζόμαστε. Βέβαια, οι πολίτες έχουν τον τελευταίο λόγο. Αυτοί κρίνουν και αποφασίζουν.
Αν από το αποτέλεσμα, και με δεδομένη την πολιτική συγκυρία, υπάρξει ανάγκη μιας κυβέρνησης με περισσότερα κόμματα, αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη βάση ενός προγράμματος για την έξοδο από την κρίση. Τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση ενός τέτοιου προγράμματος έχει πάντοτε από το Σύνταγμα και την πολιτική πρακτική το πρώτο πλειοψηφούν κόμμα στη Βουλή.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δημοσκοπικά τουλάχιστον, καταγράφεται πολυκερματισμός των δυνάμεων της Κεντροδεξιάς, με πρωτόγνωρη ενίσχυση των άκρων της. Πού την αποδίδετε; Υπήρξαν λάθη χειρισμών εκ μέρους της ηγεσίας σας;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Η ιστορία έχει πολλά τέτοια παραδείγματα ανάλογων εποχών. Η οικονομική κρίση και τα οξύτατα προβλήματα που δημιουργεί σε ολόκληρη την κοινωνία έχουν ως αποτέλεσμα μια μικρή μερίδα πολιτών να προσφεύγει στα άκρα του πολιτικού φάσματος, ως διαμαρτυρία προς την πολιτική εξουσία. Πείθεται εύκολα από ανέξοδα λαϊκίστικα συνθήματα, που στερούνται πολιτικής πρότασης.
Το φαινόμενο εκδηλώθηκε στη Γαλλία, στην Ιταλία, παλαιότερα στην Αυστρία, στην Ολλανδία και αλλού. Όταν όμως εξασφαλισθεί μια ισχυρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση από τα δημοκρατικά κόμματα, τα φαινόμενα αυτά υποχωρούν και συχνά εξαφανίζονται. Η απάντηση επομένως στο πρόβλημα είναι η παροχή αισθήματος εμπιστοσύνης, ασφάλειας, δικαιοσύνης και κοινωνικής συνοχής στους πολίτες, ώστε να μην παρασύρονται από τα άκρα. Δεν είναι επομένως ένα απλό θέμα χειρισμών αλλά ένα ευρύτερο κοινωνικό σύμπτωμα, απότοκο και αυτό της οικονομικής αλλά και της κρίσης αξιών που εκδηλώνεται τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και στον κόσμο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ποιό είναι τελικά το διακύβευμα των εκλογών; Με δεδομένα τα δανειακά βάρη της χώρας, συμμερίζεστε την άποψη Σαμαρά ότι υπάρχουν περιθώρια τροποποίησης της ασκούμενης πολιτικής;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, τη συμμερίζομαι. Η αλλαγή της πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, σε σχέση με το δεσμευτικό πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου, είναι απολύτως αναγκαία και εφικτή. Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι αυτό το έχει αντιληφθεί και η τρόικα. Είμαι δε βέβαιος ότι την επομένη των εκλογών θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις σε κάποιες από τις πτυχές της πολιτικής που ασκήθηκε.
Οι δανειστές έχουν θέσει τους στόχους της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανταγωνιστικότητας. Αντί όμως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αντί της ανασυγκρότησης του κράτους και της απελευθέρωσης των δημιουργικών δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -δέσμια καθώς είναι των κομματικών εξαρτήσεων με τις ΔΕΚΟ- επέλεξε τις οριζόντιες περικοπές και τις φορολογικές επιβαρύνσεις, για να καλύψει τις «μαύρες τρύπες» της ανεύθυνης πολιτικής που άσκησε. Δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ επέλεξε τη χειρότερη πολιτική για την επιτυχία αυτών των στόχων, γιατί είναι εξηρτημένο από τις κομματικές του δεσμεύσεις με τις ΔΕΚΟ και το μεγάλο κράτος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είστε υπουργός της κυβέρνησης Παπαδήμου. Θεωρείτε ότι πέτυχε το πείραμα Παπαδήμου;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Λουκάς Παπαδήμος με τις γνωστές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ανέλαβε την κυβέρνηση, ανταποκρίθηκε με σοβαρότητα και αίσθημα ευθύνης στην εντολή που έλαβε με πρωτοφανή πλειοψηφία της Βουλής, ως μεταβατική κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Ήταν πράγματι ένα πείραμα με μίνιμουμ πλαίσιο συνεννόησης, που όμως ανταποκρίθηκε στην αποστολή του.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εσείς έχετε μιλήσει εδώ και χρόνια για το τέλος του ιστορικού κύκλου των κομμάτων της Μεταπολίτευσης. Πως βλέπετε να διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό μετεκλογικά;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Εδώ και μία δεκαετία είχε διαφανεί ότι αυτός ο ιστορικός κύκλος έκλεινε. Αν το πολιτικό μας σύστημα έβλεπε βαθύτερα και μακρύτερα, θα είχε προλάβει πολλά από αυτά που ζήσαμε.
Ακόμη και οι δύο ευκαιρίες που του δόθηκαν, με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις, εξαντλήθηκαν σε μικρής σημασίας αλλαγές.
Ωστόσο, οι εκλογές της 6ης Μαΐου, θα αναδείξουν μια νέα πολιτική κατάσταση στην χώρα μας, που θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων της Μεταπολίτευσης. Αναφέρομαι στη διαφάνεια κατά τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, στην ευθύνη του πολιτικού κόσμου, στην εφαρμογή ενός προγράμματος ισόρροπης ανάπτυξης για όλους τους πολίτες, με κοινωνική δικαιοσύνη και προοπτική μιας ευημερούσας χώρας. Η πατρίδα μας δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τον ευρωπαϊκό δρόμο της, που είναι εθνικό κεκτημένο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εσείς, γιατί ζητάτε την επανεκλογή σας;
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Όσοι επιλέξαμε αυτόν τον δρόμο υπάρχουμε όχι απλά γιατί το θέλουμε εμείς, αλλά γιατί το θέλει η κοινωνία, στην οποία απευθυνόμαστε και η οποία μας κρίνει, όχι μόνο μπροστά στις εκλογές αλλά καθημερινά.
Ανήκω στους πολιτικούς που δεν προέρχονται από μηχανισμούς ή τζάκια.
Βλέπω ότι όσα πρότεινα και στήριζα ως αναγκαίες τομές, εδώ και πολλά χρόνια, αρχίζουν να γίνονται ευρύτερα αποδεκτά από τα κόμματα και τους πολίτες και αναφέρομαι στην απαλλαγή από την οικογενειοκρατία, τον κομματικό φανατισμό, τις πελατειακές σχέσεις, το ακαταδίωκτο των πολιτικών προσώπων.
Επιδιώκω στη νέα Βουλή να αρχίσει η συζήτηση για μια μεγάλη και βαθιά συνταγματική αναθεώρηση, που θα αναδείξει το πρόσωπο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατικής και κοινωνικά ευαίσθητης νέας Ελλάδας. Με την ιδιότητά μου δε, του προέδρου της επιτροπής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση της Ν.Δ., συνέβαλα στο να αναδειχθούν νέοι στόχοι και να εισαχθούν νέες έννοιες.
Αναγνωρίζω ότι η ευθύνη ανήκει σε μας, στην πολιτική τάξη της χώρας δηλαδή, για το πώς φτάσαμε εδώ. Ανεξάρτητα εάν κάποιοι από εμάς δεν ήσαν τότε στη Βουλή, μπορούμε να πούμε ότι ως πολιτική τάξη δεν τολμήσαμε όταν έπρεπε, δεν τολμήσαμε εκεί που χρειαζόταν. Καθ’όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, δώσαμε δύναμη στην κομματοκρατία, στη γραφειοκρατία, στις συντεχνίες, στο νεποτισμό.
Δεν χαράξαμε ενορατική στρατηγική. Δεν ισχυροποιήσαμε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Δεν χτίσαμε το μέλλον. Έτσι, ήρθε η ώρα της οργής και της αγανάκτησης. Η αγανάκτηση όμως οδηγεί σε κενά σκέψης που, όπως μας έχει διδάξει η ιστορία, καλύπτονται από ακραίους και μοιραίους.
Ήρθε η ώρα να αντικαταστήσουμε την αγανάκτηση με ρεαλισμό, ευθύνη και αποτελεσματικότητα.
Οι ώρες είναι δύσκολες και τα κριτήρια της εκλογής πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα εθνικά. Γιατί ενωμένοι μπορούμε.