Συνέντευξη του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου* στο δημοσιογράφο Μιχάλη Κατσίγερα,
εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24/5/09)
– Αυτές τις μέρες γίνονται διάφορες εκδηλώσεις για τα τριάντα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρώπη. Υποθέτω ότι και εσείς συμμερίζεσθε την ικανοποίηση που εκφράζουν αυτές οι εκδηλώσεις για ένα γεγονός που υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό για τη θέση της χώρας στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο.
– Όχι μόνο τις συμμερίζομαι, αλλά και… τις επαυξάνω, γιατί η συμμετοχή τν Ελλάδος στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι άρχισε ουσιαστικά όχι τριάντα,
αλλά πενήντα χρόνια νωρίτερα! Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη το 1958 κάναμε το πρώτο βήμα προς την Ευρώπη, που τότε μόλις είχε συγκροτηθεί. Είχαμε τότε να επιλέξουμε ανάμεσα στην απλή σύνδεση με τη νεογέννητη ΕΟΚ ή την πλήρη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών που έστησαν βιαστικά οι Άγγλοι για να ανακόψουν την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και ανεξάρτητα από τα οικονομικά δεδομένα που είχε επεξεργασθεί μια επιτροπή υπό τον Πάγκο Πεσμαζόγλου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με πολιτικό και μόνο κριτήριο επέλεξε να επιδιώξουμε έστω και απλή σύνδεση με την ΕΟΚ, γιατί διέκρινε από τότε ότι αυτή ήταν ο δρόμος του μέλλοντος. Έτσι, από το 1961 βρεθήκαμε συνδεδεμένο μέλος και παρά το πάγωμα των σχέσεων με την ΕΟΚ στα χρόνια τν δικτατορίας ήμαστε ήδη το 1975 έτοιμοι να ζητήσουμε την πλήρη ένταξη.
– Δεν ήταν τότε τολμηρή η απόφαση να επιδιώξουμε να γίνουμε πλήρη μέλη; Δεν υπολογίσαμε τις αντιδράσεις και τα εμπόδια που θα συναντούσαμε;
– Ασφαλώς! Υπήρχαν αφενός οι αντιρρήσεις των τεχνοκρατών των Βρυξελλών σχετικά με τη δυνατότητα τν ελληνικής οικονομίας να ενταχθεί σε ένα οικονομικό σύστημα όπως το ευρωπαϊκό, που λειτουργούσε ήδη επί αρκετά χρόνια ικανοποιητικά. Γι’ αυτό και η προτίμησή τους εκδηλώθηκε τελικά με την πρόταση της Κομισιόν να προηγηθεί μια «μεταβατική περίοδος» τουλάχιστον πέντε ετών. Και αφετέρου υπήρχαν ενδοιασμοί πολιτικής φύσεων από την πλευρά μερικών κυβερνήσεων της ΕΟΚ, αφού η Ελλάς μόλις είχε γλιτώσει από μια πολυετή δικτατορία και υπήρχαν ακόμη αμφιβολίες κατά πόσον η δημοκρατική της διακυβέρνηση ήταν εδραιωμένη. Ξεπεράστηκαν τόσο οι αντιρρήσεις όσο και οι αμφιβολίες αυτές μέσα σε λίγους μήνες χάρις κυρίως -για να μην πω αποκλειστικά- στην προσωπική δραστηριότητα του Καραμανλή που όχι μόνο κινητοποίησε εντατικά τον διπλωματικό μας μηχανισμό, αλλά και με τν απ’ ευθείας παρεμβάσεις του προς την πρωθυπουργούς των μελών, παράλληλα με την κατεύθυνση που έδωσε στη χώρα, πολιτικά και οικονομικά, έπεισε πως η Ελλάς εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει πλήρες μέλος. Και έτσι από το 1976 αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις που μας οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας εντάξεων την 28η Μαΐου 1979.
– Ως πρόεδρος τότε της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων, τι θα λέγατε για τη φύση αυτής της διαπραγμάτευσης;
– Κρίθηκε εξ αρχής σημαντικό από τον Καραμανλή να τεθεί το σύνολο της διαπραγμάτευσης σε κυβερνητικό, υπουργικό επίπεδο και ορίσθηκε αρμόδιος υπουργός με όλες τις σχετικές αρμοδιότητα κάποιος που είχε πλήρη και βαθιά γνώση της ελληνικής οικονομίας, ο Γιώργος Κοντογεώργης. Μια πενταμελής Κεντρική Επιτροπή ανέλαβε τη διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης. Συμμετείχαν ο Θανάσης Ανδρεόπουλος, παλιό και έμπειρο στέλεχος οικονομικών υπουργείων, ο νομικός διεθνολόγος Χλωρός, ο καθ. Ταλέλης, γνώστης των αγροτικών θεμάτων, και ο Σταύρος Δήμας, που είναι σήμερα κομισάριος στις Βρυξέλλες. Τον Δεκέμβριο 1976, μου ανατέθηκε η προεδρία της Επιτροπής, παράλληλα με τα άλλα καθήκοντά μου ων γενικού γραμματέως του υπουργείου Εξωτερικών.
– Ώστε με αυτή τη σύνθεση η Επιτροπή μπορούσε να καλύψει το όλο το φάσμα των διαπραγματεύσεων.
– Το φάσμα αυτό, όπως το αποκαλείτε, ήταν πολύ πιο ευρύ και περίπλοκο απ’ ό,τι πιστεύαμε. Γιατί τελικά, όπως διαπιστώσαμε, η διαπραγμάτευση που είχαμε να κάνουμε ήταν… τετραπλή.
– Τετραπλή; Τι εννοείτε;
– Είχαμε πρώτα την «επίσημη», ας πούμε, διαπραγμάτευση, όπου γύρω από το τραπέζι των Βρυξελλών ήταν καθισμένη από τη μία πλευρά η ελληνική αντιπροσωπεία και στις άλλες τρεις τα εννέα τότε μέλη της ΕΟΚ, των οποίων τις συμφωνημένες απόψεις εξέφραζε ο εκάστο¬τε πρόεδρος. Ήταν όμως αναγκαία και μια δεύτερη παράλληλη διαπραγμάτευση στο παρασκήνιο με κάθε μια από τις εννέα χώρες ξεχωριστά, είτε στις πρωτεύουσές τους, είτε στις Βρυξέλλες, για θέματα που έθιγαν κάποια ιδιαίτερα συμφέροντά τους, π.χ. με την Ιταλία για το λάδι, με τη Γαλλία το θέμα της ακτοπλοΐας κ.λπ., έτσι ώστε να ξεπεραστούν τα τυχόν διμερή προβλήματα, πριν διαμορφωθεί η κοινή θέση των Εννέα. Τρίτη περιοχή διαπραγμάτευσης ήταν με τους τεχνοκράτες της Κομισιόν, των οποίων η γνώμη βάρυνε ιδιαίτερα σε πολλά θέματα. Η τέταρτη, όμως, παράλληλη διαπραγμάτευση, πρέπει να πω ότι ήταν και η πιο.. επίπονη. Γιατί έπρεπε να συντονίσουμε όχι μόνο τις απόψεις, αλλά ακόμη και τα αριθμητικά, στατιστικά στοιχεία των διαφόρων ελληνικών υπηρεσιών και υπουργείων, πράγμα που αποδείχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις δυσκολότερο από την υπόλοιπη διαπραγμάτευση με τους τρίτους!
Σημειωτέον δε ότι, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει κατά κανόνα στις διεθνείς δια¬πραγματεύσεις, το αντικείμενο μας έπιανε σε όλο του το πλάτος κάθε πτυχή οικονομικής δραστηριότητας. Από τα φρουτολαχανικά μέχρι την αγορά παλαιοσιδήρου, τα γαλακτοκομικά, αλλά και τις συμφωνίες με χώρες εκτός ΕΟΚ και το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο.
– Δεν αναφέρατε καθόλου το θέμα της εσωτερικής πολιτικής σαν πεδίο μιας ακόμη διαπραγμάτευσης.
– Όχι, γιατί σ’ αυτό το θέμα δεν χωρούσε «διαπραγμάτευση». Ήταν μεν πράγματι η τότε αντιπολίτευση έντονα αρνητική στην ιδέα της ένταξης, αλλά σι¬γά – σιγά όσο προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις η αντίρρηση τα αντιπολίτευσης έπαιρνε διαφορετικές, πιο ήπιες μορφές. Από την πλήρη άρνηση πήγε στο αίτημα να επιδιώξουμε το «γιουγκοσλαβικό μοντέλο», τον επόμενο χρόνο ζητούσε το «νορβηγικό μοντέλο», κατόπιν έφτασε στην «ειδική σχέση» και τελικά, όταν ανέλαβε την εξουσία, συνέχισε ομαλά την πορεία που είχε ήδη χαραχθεί με την ένταξη της χώρας.
– Ποια ήταν η κεντρική οδηγία του Καραμανλή προς εσάς τους διαπραγματευτές;
– Χωρίς να τη διατυπώσει σε κάποιο κείμενο, ήταν σαφές ότι ο στόχος τα έ¬νταξης θα έπρεπε να επιδιωχθεί χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, αλλά και χωρίς ενδοτικότητα σε σημεία που αφορούσαν μακροπρόθεσμα την ελληνική οικονομία στο σύνολο της. Το καίριο ερώτημα δηλαδή σε κάθε φάση της διαπραγμάτευσης ήταν ο καθορισμός των αληθινών μακροπρόθεσμων συμφερόντων της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που σήμαινε ότι ανάλογα έπρεπε να διαμορφώνεται και η διαπραγματευτική μας τακτική. Η τελευταία όμως και πιο αποφασιστική βαθμίδα ήταν η πολιτική βούληση των άλλων εννέα κυβερνήσεων για την ελληνική ένταξη. Και σε αυτή τη βαθμίδα, η προσωπικότητα του Καραμανλή έπαιξε τον κεντρικό ρόλο. Γιατί με τις προσωπικές του παρεμβάσεις, με επισκέψεις ή τηλεφωνήματα, έκαμψε ή μετέβαλε προς το ευνοϊκότερο τη στάση των μελλοντικών μας εταίρων.
– Ποιος ήταν ο ρόλος των ηγετών των κρατών – μελών στη διαπραγμάτευση;
– Δύσκολο να «βαθμολογήσει» κανείς τους ξένους συνομιλητές! Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε π.χ. ότι ο Αντρεότι ήταν εξ αρχής ευθύς και σαφής στη διατύπωση του πλαισίου των ιταλικών αξιώσεων. Ο Ζισκάρ με ρητορική ευχέρεια έδινε δημόσια θετική εικόνα της γαλλικής στάσης, ακόμη και αν αυτό δεν ανταποκρινόταν στις γαλλικές θέσεις στα επιμέρους θέματα. Στο κρίσιμο δεύτερο εξάμηνο του 1978, η τότε γερμανική προεδρία αποδείχθηκε ιδιαίτερα εποικοδομητική. Σε όλες τις βαθμίδες από τον καγκελάριο Σμιτ και τον υπουργό Εξωτερικών Γκένσερ, τον υφυπουργό φον Ντονάνιυ, τον μόνιμο αντιπρόσωπο Ζίγκριστ, ο ρόλος των Γερμανών στην αποφασιστική εκείνη καμπή ήταν θετικός.
– Γιατί λέτε «αποφασιστική» καμπή;
– Γιατί σε εκείνο το εξάμηνο συμφωνήθηκαν όλα τα ουσιαστικά σημεία. Στους επόμενους μήνες, μέχρι τν 28 Μαΐου του ’79, έγινε η νομική διατύπωση των κειμένων, οι μεταφράσεις κ.λπ. Κατά την έκφραση του Άγγλου συναδέλφου, στις 18 Δεκεμβρίου ’78 «σπάσαμε τη ραχοκοκαλιά» των τελευταίων προβλημάτων που μας απασχολούσαν. Ήταν μια μέρα που η διαπραγμάτευση άρχισε στις 9 το πρωί με «μπρέκφαστ εργασίας» με τη γερμανική προεδρία και συνεχίστηκε με συνεδριάσεις της ολομελείας, διμερείς συνομιλίες, νέα αιτήματα των εταίρων μας, παρεμβάσεις της Κομισιόν κ.λπ. μέχρι της 3 το άλλο πρωί. Και δεν θα ξεχάσω πως, όταν κατά τα μεσάνυχτα ο αρμόδιος γενικός διευθυντής της Κομισιόν με είδε βαθιά απαισιόδοξο, με παρηγόρησε: «Μην ανησυχείτε, εδώ στις Βρυξέλλες όλα είναι χορογραφημένα. Στις 3 το πρωί θα τελειώσουμε». Και πράγματι, έτσι έγινε! Το πρώτο μου δίδαγμα περί της «χορογραφίας» των Βρυξελλών.
– Και τώρα; Τριάντα χρόνια μετά την ένταξή μας, πώς βλέπετε την Ευρώπη;
– Την βλέπω σαν μια κυρία κάποιας ηλικίας, που δεν μπορεί να κρύψει τις ρυτίδες της. Θέλησε να κάνει τη ζωή της καλής νοικοκυράς που διοικεί σωστά τα του οίκου της, αλλά ταυτόχρονα και τη μεγάλη ζωή μιας κοσμικής κυρίας με ανοιχτό το σαλόνι των δεξιώσεων. Επεδίωξε, με άλλα λόγια, να κάνει την εμβάθυνση προς μια πραγματική ένωση των μελών της ταυτόχρονα με τη διεύρυνση, παίρνονας πολλά νέα μέλη που δεν έχουν όλα την ίδια αντίληψη με της Ευρώπης που να προχωρεί ολοένα και περισσότερο προς την ενότητα, όπως λέει και η αρχική Συνθήκη της Ρώμης. Ισως μια μέρα, στο όχι μακρινό μέλλον, μερικά τουλάχιστον από τα μέλη, βλέποντας τι απαιτεί η σημερινή εξέλιξη του κόσμου, αποφασίσουν να κάνουν, έστω και σε στενότερο κύκλο, ένα ακόμα βήμα προς την ακόμη πιο στενή ένωση. Σε μια τέτοια προσπάθεια θα έπρεπε να συμβάλει και η χώρα μας.
* Ο κ. Βύρων Θεοδωρόπουλος διετέλεσε μόνιμος υπηρεσιακός γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών και πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Συγγραφέας σειράς βιβλίων για θέματα διπλωματίας και διεθνών σχέσεων, στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας παρέχει μια συνοπτική απεικόνιση των προβλημάτων και των αντιρρήσεων που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα του Καραμανλή έναντι των ισχυρών της ΕΟΚ.
«Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό.»