- English
- Ελληνικά
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Η κρίση στην αγροτική μας οικονομία δεν είναι σημερινή. Υφίσταται εδώ και πολλά χρόνια και ποτέ, καμία κυβέρνηση δεν αποφάσισε να την αντιμετωπίσει σοβαρά και ορθολογικά. Οι λόγοι είναι απλοί. Οι Έλληνες αγρότες ήσαν πάντα κρατικοδίαιτοι και, υπό αυτήν τους την ιδιότητα, αποτελούσαν και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πολιτικού μας πελατειακού συστήματος.
Συνεπώς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αγρότες αποτελούν κομμάτι της κρατικής οικονομίας, δηλαδή είναι άτυποι δημόσιοι υπάλληλοι με κάποιες ιδιαιτερότητες.
Από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1982 έως και το τέλος του 2007, στην ελληνική γεωργία έχουν εισρεύσει μυθικά ποσά, τα οποία ξεπερνούν τα 200 δισεκατ. ευρώ -ήτοι 182.000 ευρώ ανά αγρότη. Μεγάλο μέρος των ποσών αυτών επενδύθηκε σε κατοικίες, οι οποίες με τη σειρά τους, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ιδιοκτήτες τους ως τουριστικοί χώροι. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των αγροτών επεδόθη σε τουριστικές δραστηριότητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αδιαφορώντας για τους οποιουσδήποτε αγροτικούς εκσυγχρονισμούς.
Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατανομή των κοινοτικών πόρων στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις έγινε κατά τρόπον απαράδεκτα άνισο, με αποτέλεσμα να επωφεληθούν οι επιτήδειοι εις βάρος μικρών και μη οργανωμένων αγροεπιχειρήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες αγροτικές διαρθρωτικές επιδοτήσεις, οι οποίες κατασπαταλήθηκαν κυριολεκτικώς από κρατικοδίαιτους συνεταιρισμούς και άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους χρυσοδάκτυλους του αγροτικού τομέα. Επιπροσθέτως οι επιδοτήσεις αυτές δημιούργησαν ένα πνεύμα αδιαφορίας, με αποτέλεσμα οι καινοτομικές επενδύσεις στον αγροτικό τομέα, σε συγκεκριμένες περιοχές, να είναι ανύπαρκτες.
Έτσι, τα 25 τελευταία χρόνια η ελληνική γεωργία εκσυγχρονίσθηκε ελάχιστα και, ως εκ τούτου, απομακρύνθηκε αισθητά από τη διεθνή ζήτηση. Ακόμα χειρότερα, κάθε φορά που στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής επεχειρείτο ο επαναπροσανατολισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των καλλιεργειών, οι αγροτοπατέρες αντιδρούσαν με το γνωστό βίαιο, χυδαίο και αντιδημοκρατικό τρόπο που όλοι γνωρίζουμε. Για τις υπηρεσίες τους αυτές, πολλοί από αυτούς «τιμήθηκαν» με βουλευτικά, ευρωβουλευτικά και άλλα αξιώματα -όπως κατά κανόνα συμβαίνει και με τους εργατοπατέρες.
Η έλλειψις εκσυγχρονισμού, η αδιαφορία για τις εξελίξεις, η απουσία επιχειρηματικού πνεύματος, η αρπακτικότητα και η αντίσταση στις αλλαγές, σε συνδυασμό με τη μακροοικονομική κρίση, η οποία πλήττει τη χώρα μας εδώ και τριάντα χρόνια, κατέστησαν τον αγροτικό τομέα εξαιρετικά ευάλωτο στις διεθνείς οικονομικές διακυμάνσεις.
Ωστόσο, πρέπει με έμφαση να τονισθεί ότι, πέρα από την παγκόσμια χρηματοοικονομική αναταραχή και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία, η κρίση του ελληνικού αγροτικού τομέα είναι ενδογενής και διαρθρωτική. Η παροχολογία δεν προσφέρει λύσεις, αποπροσανατολίζει. Οι Έλληνες αγρότες είναι στρεβλά συνδεδεμένοι με την εγχώρια αγορά και ατελώς με την ευρωπαϊκή. Ακαθοδήγητοι και αβοήθητοι, δεν επωφελούνται από ανόδους των διεθνών τιμών, ενώ ζημιώνονται με τις πτώσεις. Η εγχώρια αγορά όπου πωλούν τα προϊόντα τους, αλλά και αυτές από τις οποίες αγοράζουν τα παραγωγικά τους εφόδια, ελέγχονται από ολιγοπώλια και ολιγοψώνια (λίγους αγοραστές) τα οποία επιβαρύνουν το κόστος και συμπιέζουν τις τιμές παραγωγού.
Παράλληλα, τα γεωργικά τους προϊόντα είναι ελάχιστα ανταγωνιστικά, χαμηλής ποιότητας και αδιάβροχα στις μεταβολές της διεθνούς ζητήσεως. Επιπροσθέτως, στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έννοιες όπως το μάρκετινγκ, η έρευνα αγοράς, ο έλεγχος της ποιότητας και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι άγνωστες σε μεγάλο βαθμό, με άμεση συνέπεια να μην αξιοποιείται από τη γεωργία μας το αποκαλούμενο άυλο οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο που είναι η γνώση και η μετατροπή της σε προστιθέμενη αξία.
Όμως, δίπλα σε αυτούς τους κρατικοδίαιτους αγρότες υπάρχουν και κάποιοι άλλοι. Είναι όλοι αυτοί που αρνούνται τον «αγροτοπατερισμό» και τη χυδαιότητά του και επενδύουν σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και τεχνικές προωθήσεως των προϊόντων τους στις ξένες αγορές. Υπάρχουν στην Ελλάδα πρότυπες γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην οινοποιεία, στη βιολογική γεωργία και σε είδη διατροφής που συνιστούν τη μεσογειακή δίαιτα, οι οποίες τιμούν τη χώρα μας από κάθε άποψη. Οι γεωργικές αυτές επιχειρήσεις διέπονται από το πνεύμα του επιχειρείν και οι ιδρυτές τους συμπεριφέρονται ως επιχειρηματίες αυτόνομοι και δημιουργικοί, και όχι ως κρατικοί υπάλληλοι. Εξάγουν κατά μέσον όρο το 60%-70% της παραγωγής τους και συμβάλλουν έτσι ώστε, έστω και κατ΄ελάχιστον, η ελληνική γεωργική παραγωγή να είναι παρούσα σε κάποιες ξένες χώρες.
Δυστυχώς, όμως, αυτοί οι άλλοι αγρότες τελικώς αποτελούν την εξαίρεση, η οποία επιβεβαιώνει τον κανόνα -ο οποίος, σήμερα, μας λέει ότι η διεθνής οικονομική κρίση χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για εύκολες και εις βάρος των άλλων Ελλήνων φορολογουμένων παροχές, οι οποίες βοηθούν τους πολιτικούς και συνδικαλιστές προύχοντες του αγροτικού χώρου να δικαιολογούν και να επιβεβαιώνουν ανέξοδα την επιρροή τους στα κρατικοδίαιτα πελατειακά δίκτυα. Εμείς δε οι αφελείς, σκύβουμε δουλικά το κεφάλι...
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΣΤΙΑ
Ημερομηνία Δημοσίευσης: Τρίτη, 27 Ιανουαρίου 2009
"Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό"