- English
- Ελληνικά
Του ΣΤ. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ
Ποια θέματα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις - «ΟΥΔΕΠΟΤΕ αμερικανός πρόεδρος είχε τόση ανάγκη να συνεργαστεί με τη Ρωσία» για να αντιμετωπίσει διεθνή προβλήματα που έμμεσα ή άμεσα επηρεάζουν την ασφάλεια και την ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών, γράφει ο Βert Summers στο τεύχος Ιανουαρίου 2009 του μηνιαίου «Review of Ρolitical Science».
Εναν μήνα νωρίτερα ο Vadim Rushaiev του Ινστιτούτου Διεθνών και Αμυντικών Σχέσεων της Μόσχας προέβλεψε ότι ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναγκασμένος «να καταχωρίσει στις εντελώς άμεσες προτεραιότητες της ατζέντας του» τις σχέσεις με τη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι και οι δύο διαπιστώσεις έγιναν προτού εμφανιστεί η κρίση με την ισραηλινή επίθεση στη Γάζα, είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ακόμη και αυτή η κρίση είναι πρακτικά αδύνατον να αντιμετωπιστεί με επιτυχία αν δεν υπάρξει στενή συνεργασία της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα και των δύο με την Ευρωπαϊκή Ενωση σε κάποιο στάδιο, φυσικά. Η Ρωσία είναι για την Ιερουσαλήμ κόκκινο πανί, αλλά μήπως δεν είναι εχθρικοί προς την Ουάσιγκτον οι Παλαιστίνιοι, ιδιαίτερα η Χαμάς; Ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην τηλεδιάσκεψη του λεγομένου Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΕΕ, ΟΗΕ, Ρωσία) της περασμένης Τρίτης τόνισε στην ομόλογό του Κοντολίζα Ράις ότι η αποτυχία της στρατηγικής της για τη λύση του Παλαιστινιακού οφείλεται στο ότι κρατήθηκε μακριά η Ρωσία, μάλιστα υπονομεύθηκαν κάποιες ρωσικές προσπάθειες, όπως οι συνομιλίες με τη Χαμάς και, χωριστά, με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Εούντ Ολμερτ κ.ά.
Η Ρωσία πάντοτε σχεδιάζει να συγκαλέσει διάσκεψη για το Μεσανατολικό, αλλά η επίθεση στη Γάζα ίσως τη μεταφέρει από την άνοιξη, όπως αρχικά είχε προσδιοριστεί, για αργότερα. Το γερμανικό «Spiegel» έγραφε πριν από καιρό ότι η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ επανειλημμένα συνέστησε στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους «να βάλει τη Μόσχα στο παιχνίδιαν πραγματικά θέλει λύση στη Μέση Ανατολή». Το γεγονός ότι από την πλευρά τουΜπαράκ Ομπάμα δεν ακούστηκε τίποτε μέχρι στιγμής δεν πρέπει να εκπλήσσει· ούτε προεκλογικά είχε να προσφέρει κάτι ενδιαφέρον και πέρα από γενικότητες για αυτό το ζήτημα. Οσο για τη Χίλαρι Κλίντον, τη μέλλουσα υπουργό Εξωτερικών, οι απόψεις της είναι τόσο φιλοϊσραηλινές ώστε θεωρείται βέβαιο ότι θα υποχρεωθεί να τις αναθεωρήσει, διαφορετικά κινδυνεύει να υπονομεύσει την όλη εικόνα της αλλαγής που επαγγέλθηκε ο Ομπάμα.
Ο νέος πρόεδρος ενδιαφέρεται «να εμπλέξει» (sic) τη Ρωσία σε κάτι περισσότερο από έναν διάλογο, λέγουν πηγές οι οποίες έχουν κάνει σχετικές συζητήσεις τόσο με τον ίδιο όσο και με τους επιτελείς του. Ο Μπαράκ Ομπάμα, λέγουν, θα επιδιώξει να γίνει μια ολοκληρωτική στροφή στις σχέσεις Ουάσιγκτον- Μόσχας, να δημιουργηθεί ένα κλίμα σταθερότητας το οποίο θα επιτρέψει να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους τα προβλήματα ασφαλείας και οι σχέσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες. Αντίθετα από τον Τζορτζ Μπους, ο νέος πρόεδρος είναι υπέρ της σύναψης συμφωνιών, συμβάσεων και ανταλλαγής γραπτών εγγυήσεων. Αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια νέα στρατηγική θα απαιτήσει κάποιο διάστημα, ίσως δύο χρόνια, για να δώσει καρπούς, αλλά αν ενωρίς υπάρξουν ελπιδοφόρες εξελίξεις ο χρόνος δεν παίζει κανένα ρόλο, λέγουν πρόσωπα που ασχολούνται με το θέμα. Στον λόγο του ευθύς μετά την ορκωμοσία στις 20 Ιανουαρίου ο Ομπάμα θα στείλει κάποιο σχετικό μήνυμα στη Μόσχα και εφόσον οι ρωσικές αντιδράσεις κριθούν θετικές στον Λευκό Οίκο, όχι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τονίζουν οι πηγές, θα ανακοινώσει πιο συγκεκριμένες θέσεις στον Λόγο προς το Εθνος τον οποίο θα εκφωνήσει σε κοινή συνεδρίαση Γερουσίας και Βουλής τον Φεβρουάριο.
Στην Ουάσιγκτον πιστεύουν ότι η Ρωσία μπορεί να βοηθήσει την Αμερική στο ζήτημα της τρομοκρατίας, στο πολύπλευρο πρόβλημα του Αφγανιστάν, καθώς και στον ευρύτερο οικονομικό χώρο, αν λ.χ. δεν ακολουθήσει την τακτική του καρτέλ του πετρελαίου και συνεχίσει να διοχετεύει πετρέλαιο «προς κάθε κατεύθυνση». Δεν υποτιμούν τις ρωσικές «ευαισθησίες» , όπως τις χαρακτηρίζουν. Δηλαδή τα προβλήματα στον Καύκασο, την επέκταση του ΝΑΤΟ ως τα ρωσικά σύνορα (Ουκρανία, Γεωργία), την αντιπυραυλική ασπίδα που δημιουργείται στην Πολωνία και στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε προ ημερών σε συνέντευξή του στο CΝΝ ότι η νέα πολιτική ηγεσία της Αμερικής «αντιλαμβάνεται πλήρως» ότι στις σημερινές συνθήκες της γενικευμένης παγκοσμιοποίησης είναι αδύνατον να αγνοηθούν τα συμφέροντα άλλων χωρών όταν χαράσσεται η αμερικανική εξωτερική ή εσωτερική πολιτική. Ο αντιπρόεδρος δεν θα έχει κάποιον ενεργό ρόλο στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης, αλλά θα μετέχει σε κάθε σύσκεψη στον Λευκό Οίκο στην οποία θα συζητείται και θα αποφασίζεται η πολιτική σε προβλήματα διεθνών σχέσεων.
Υπάρχουν προβλήματα στα οποία μπορούν να γίνουν υποχωρήσεις από τη μια και την άλλη πλευρά, δίχως ούτε το κύρος της χώρας να θίγεται ούτε τα εθνικά συμφέροντά της; Στη Μόσχα πιστεύουν ότι υπάρχει «έδαφος για συνεννόηση προς λύσεις αμοιβαία αποδεκτές» , δήλωσε τελευταία ο πρωθυπουργός Βλαντίμιρ Πούτιν. Στην Ουάσιγκτον δεν είναι τόσο θετικοί. Στη Ρωσία πιστεύουν ότι ούτε η επέκταση του ΝΑΤΟ ως τα ρωσικά σύνορα ούτε η εγκατάσταση της ασπίδας έχει σχέση με την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλ΄ ότι αποτελούν μέρος γενικότερου σχεδίου κύκλωσης της Ρωσίας και, ταυτόχρονα, ανάπτυξης μιας «ασπίδας» η οποία θα καλύπτει όλη τη Γη «προστατεύοντας» και προωθώντας τα εκάστοτε αμερικανικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ανεχθούν την εγκατάσταση στα δυτικά σύνορά τους της ασπίδας, την οποία βλέπουν ως ένα πρώτο στάδιο της «παγκόσμιας ασπίδας». Στην Ουάσιγκτον απορρίπτουν αυτό το σκεπτικό· δεν αρνούνται όμως τις γενικότερες δυσκολίες που θα προκύψουν αν προχωρήσουν στην εγκατάστασή της. Και προκύπτει το ερώτημα: Να επιμείνουν στην εγκατάσταση με κίνδυνο να αποτύχει κάθε προσέγγιση και συνεργασία με τη Ρωσία ή να αναζητήσουν «κάποια μορφή συνεργασίας σε συγκεκριμένη βάση»; Η κυβέρνηση Μπους το επιχείρησε, αλλά ήταν τόσο επιπόλαια η προσφορά της στη Μόσχα ώστε το Κρεμλίνο, το οποίο ανέμενε τον νέο πρόεδρο για σοβαρές συζητήσεις, την απέρριψε ασυζητητί. Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ έλεγε τελευταία σε ευρωπαίους ομολόγους του ότι «αισιοδοξεί» πως θα υπάρξει λύση στο ζήτημα της ασπίδας με την προϋπόθεση ότι «θα σοβαρευτεί η Ουάσιγκτον». Συνυφασμένη κατά κάποιον τρόπο με το ζήτημα της ασπίδας και της προώθησης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς είναι και η νεκρανάσταση με τη μια ή την άλλη μορφή της συνθήκης για τον περιορισμό των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη. Η Ρωσία αποχώρησε και επισήμως στις αρχές Δεκεμβρίου αφού η Αμερική από καιρό δεν έπαιρνε μέρος σε συσκέψεις και στις διεργασίες που επέβαλλε η συνθήκη. Στο ΝΑΤΟ πιστεύουν ότι «θα ήταν δυνατόν να ανανεωθεί» η συνθήκη και ανάλογη διάθεση δείχνει και το Πεντάγωνο, αλλά το ζήτημα δεν φαίνεται να είναι στις προτεραιότητες ούτε της Ουάσιγκτον ούτε της Μόσχας.
«Ναι» στη συνεννόηση
Το ζήτημα της Γεωργίας δεν φαίνεται τόσο δύσκολο, καθώς η νέα πολιτική ηγεσία στην Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να έχει τον ίδιο ενθουσιασμό για τον πρόεδρο Μιχαήλ Σαακασβίλι, που έδειξε το δίδυμο Τζορτζ Μπους- Ντικ Τσένι το καλοκαίρι. Οι αποκαλύψεις για το ότι εκείνος άρχισε την επίθεση έχουν τώρα αμερικανική κυβερνητική κάλυψη. Αλλά και η Μόσχα δεν παραγνωρίζει το ενδιαφέρον της Αμερικής να έχει εξασφαλισμένο τον δρόμο από όπου θα μπορούσαν να περάσουν κάποιοι, αμερικανικής ιδιοκτησίας, αγωγοί πετρελαίου είτε αερίου της Κεντρικής Ασίας. Ο πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ έδειξε «κατανόηση» όταν του έθιξε το ζήτημα πρόσωπο της ομάδας Ομπάμα με το οποίο είχε (άτυπη) συνομιλία στο περιθώριο της οικονομικής διάσκεψης κορυφής της Ουάσιγκτον τον περασμένο Νοέμβριο.
Υπάρχουν λοιπόν ελπίδες για μια πραγματική συνεννόηση Αμερικής- Ρωσίας για σχέσεις τους οι οποίες θα βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης και στη σταδιακή και βαθμιαία έστω επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της εποχής μας; Τρία έντυπα διεθνούς κύρους έθεσαν αυτό το ερώτημα σε πρόσωπα από σαράντα και πλέον χώρες. Και τα τρία έχουν απαντήσεις που γεννούν αισιοδοξία. Οι «Los Αngeles Τimes» δίνουν 62% θετική απάντηση και μόνο 24% αρνητική στο ερώτημα. Σχεδόν το ίδιο ποσοστό δίνει η δημοσκόπηση της αγγλόφωνης «Μoscow Τimes»: 66% απαντούν «ναι» και 27% δεν βλέπουν τέτοια συνεννόηση. Κάπως διαφορετικά αλλά πάντοτε θετικά είναι τα αποτελέσματα που δημοσιεύει η ελβετική «Ζuricher Ζeitung»: «ναι» απαντά το 52% και αμφιβάλλει το 28%, με ένα ποσοστό σχεδόν 20% να δηλώνει ότι «δεν πρόκειται να καταστραφεί ο κόσμος αν ο Ομπάμα και ο Μεντβέντεφ δεν συμφωνήσουν»!
Ημερομηνία Δημοσίευσης: Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΒΗΜΑ (http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=249078&ct=2)
"Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό"