Του Θ. Δ. Παπαγγελή*, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
«Αξιότιμη κυρία Νικοτίνη» ήταν ο τίτλος ενός πολύ καλαίσθητου βιβλίου που δημοσίευσε το 1896 ο J. Μ. Βarry, τον οποίο οι περισσότεροι θα τον ξέρουν, αν τον ξέρουν, ως συγγραφέα του Πίτερ Παν. Ηταν η εποχή όπου ο καπνός ανέθρωσκε πυκνός, ελεύθερος και αστιγμάτιστος σε αριστοκρατικά σαλόνια και λαϊκά εντευκτήρια, σε συνόδους κορυφής και σε υπόγεια ταβερνεία.
Χωρίς στατιστικές επικινδυνότητας και θνησιμότητας, χωρίς τρομοκρατικές επωδούς για τα κακοήθη, τα ολέθρια και τα επάρατα της νικοτίνης και των συνεργών της, ο καπνός φιλοτέχνησε τους δικούς του συμβολισμούς και τις δικές του συνδηλώσεις, διεκδικώντας θέση όχι μόνο στα πρανή του καθ΄ ημέραν βίου αλλά και στις υψηλές ζώνες της τέχνης και της λογοτεχνίας. Από αυτήν την άποψη, οι καπνιστικές «τεχνολογίες» έχουν ξεχωριστές ιστορίες. Η «μειονοτική» πίπα υποβάλλει αίσθηση αρχαϊκού ή εξωτικού, αλλά στην πιο συνθηματική εκδοχή της μοιάζει να εγγυάται ένα είδος ήρεμης στοχαστικότητας και ορθολογικής ετοιμότητας, πιθανότατα επειδή ο πιο εμβληματικός χειριστής της, ο Σέρλοκ Χολμς, έκανε καριέρα με αυτά ακριβώς τα προσόντα. Σε πείσμα του Ουίνστον Τσόρτσιλ και του Φιντέλ Κάστρο, το πούρο δεν παραπέμπει ούτε στη νίκη των Συμμάχων ούτε στο έπος της επαναστατικής Κούβας αλλά σταθερά στα διαπλεκόμενα του πλούτου, της δύναμης και της καπιταλιστικής αυταρέσκειας.
Πιο κοινόχρηστο, το τσιγάρο διαθέτει και την πιο σύνθετη σημειολογία. Χαλαρά ζυγισμένο στα χείλη του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν, στέλνει σήμα τολμηρής νιότης, ριψοκίνδυνης ανδροπρέπειας και επαναστατικής ετοιμότητας· ενσωματωμένο στις θρυλικές πόζες του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, επικουρεί το μυστήριο μιας λακωνικής και δυσπρόσιτης γοητείας· στα χέρια και στο στόμα της Μάρλεν Ντίτριχ ανεβάζει τα γράδα της «μοιραίας» θηλυκής σαγήνης και διαφημίζει δραστικά τα νυχτερινά δρώμενα του καμπαρέ· επιδεικτικά προτεταμένο, με λουσάτο επιστόμιο, καρυκεύει τη φιλαρέσκεια και το νάζι της δεσποσύνης του «καλού κόσμου» στην ακμαία «μπελ επόκ» ή κωδικοποιεί τα ελεύθερα ή ελευθέρια ήθη της κοκότας· καίει μαζί με τα ντέρτια της εργατικής τάξης ή, με την επωνυμία «Gauloises», στα δάχτυλα του Ζαν Πολ Σαρτρ, του Αλμπέρ Καμύ και του Ζαν Μποντριγιάρ, ντουμανιάζει τελετουργικά τους υπαρξιακούς και μεταμοντέρνους διαλογισμούς της Αριστερής Οχθης.
Οι φανατικοί της άλλης όχθης δεν άργησαν. Ηδη το 1590 ο πάπας Ουρβανός ο 7ος έριξε ανάθεμα στους πρώτους θεριακλήδες της Γηραιάς, ενώ λίγο αργότερα, και σε μια ακαταχώριστη σύγκλιση δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης, ο Πατριάρχης της Μόσχας μελετούσε πιο οδυνηρά μέτρα για τους μουζίκους και τους βογιάρους που ανακάλυπταν την αγαστή συνεργασία της βότκας με τον καπνό. Πρώην χρήστης, ο Αδόλφος αυτομόλησε νωρίς στους απέχοντες και σχεδίασε ένα δοκιμαστικό ολοκαύτωμα για τη νικοτίνη ενώ θεωρούσε τις καπνίζουσες ακατάλληλες για παραγωγή Αρίων γόνων· και η ιδεολογική πανωλεθρία του ναζισμού επικυρώθηκε πανηγυρικά όταν στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ η νικήτρια Αμερική έστειλε τόνους από πρωτοκλασάτο χαρμάνι της Βιρτζίνια στους ελεύθερους Γερμανούς. Ωστόσο, την ίδια εποχή τα υγειονομικά καραούλια αρχίζουν να βλέπουν πιο καθαρά τα ύπουλα μικροσωματίδια και τα δολοφονικά μικρογραμμάρια της υπόθεσης, και σημαίνουν την απαρχή μιας συστηματικής κατήχησης η οποία, αφού πρώτα συμβιβάστηκε με μια μοιρασιά ανάμεσα σε καπνίζοντες και μη, επιταχύνει τώρα την εθιμική και τυπική απονομιμοποίηση του καπνίσματος.
Τα εργαστήρια και οι στατιστικές συνηγορούν συντριπτικά υπέρ της απαγόρευσης, και η έκκληση υπέρ των «αμάχων» ακούγεται επείγουσα και πειστική, ενώ μια μεγάλη μερίδα αναποφάσιστων και ενοχικών καπνιστών θέλει να υποδεχτεί τους περιορισμούς ως άνωθεν και έξωθεν ευκαιρία για τη μεγάλη έξοδο. Και από μιαν άλλη άποψη, οι καιροί ευνοούν αφού ποτέ άλλοτε, σε Δύση και Ανατολή, τόσο πολλοί και τόσο συστηματικά δεν επιδίωξαν να πεθάνουν υγιείς. Το αντικαπνιστικό μέτωπο επελαύνει ακάθεκτο σε μια περίοδο όπου η υγεία ως συντεταγμένο «τελεολογικό» σύστημα επιδιώκεται με ζέση που κάποτε ήταν η προνομιακή ιδιότητα της θρησκευτικής πίστης και συναντιέται με άλλες συντεταγμένες καθαρτήριες δυνάμεις, όπως η οικολογία. Η επικράτεια των μη καπνιζόντων θα αντλεί, εξάλλου, συμμαχικές ενισχύσεις και από άλλες, υψηλής ορατότητας, σύγχρονες προσηλώσεις, όπως είναι η νεότητα και η ομορφιά: αν «το κάπνισμα βλάπτει το σπέρμα» μπορεί να προβληματίσει σοβαρά τους δημογραφικά ευσεβείς, «το κάπνισμα προκαλεί γήρανση του δέρματος» ηχεί πολύ πιο τρομοκρατικό για τους «γιάπις» του λάιφσταϊλ και τους «νεοεστέτ» του εκπρόθεσμου σεξ απίλ.
Η μυλαίδη Νικοτίνη, εθιστική αλλά όχι πια ερεθιστική, στερήθηκε τους συμβολισμούς της ή, μάλλον, χρεώθηκε με το αρνητικό τους και σαν παράνομη τροτέζα εξωθείται στο πεζοδρόμιο. Ο Ομπάμα έσβησε το τελευταίο τσιγάρο πριν περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου, που είχε κηρυχθεί «smoke-free zone» από τη Νάνσι Ρέγκαν. Οι οπισθοφυλακές της καπνιστικής Αντίστασης επικαλούνται την ελευθερία της επιλογής, αλλά η απάντηση «όποιος καπνίζει πεθαίνει, και όποιος πεθαίνει χάνει», που μπορεί να μην είναι απόλυτα ακριβής, ταιριάζει καλά με έναν κόσμο όπου η υποχονδρία, η διαπραγμάτευση των ατομικών ελευθεριών και η χρηματιστηριακή λογική παίζουν, καλώς ή κακώς, τον δικό τους ρόλο.
* Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ημερομηνία Δημοσίευσης: Κυριακή, 12 Ιουλίου 2009
«Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό.»