Άρθρο του Kevin Featherstone*
στην εφημερίδα: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24/5/2009)
Η Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επιδίωξε την είσοδο της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με την ελπίδα ότι η έννταξή της θα της παρείχε ασφάλεια και θα ενίσχυε την πορεία εκσυγχρονισμού. Θεωρείτο ότι μέσα στην Κοινότητα, η Ελλάδα θα έβρισκε καταφύγιο από την τουρκική επιθετικότητα, ενώ ταυτόχρονα θα διασφαλιζόταν η πορεία εκδημοκρατισμού που ξεκίνησε με τη Μεταπολίτευση.
Μακροπρόθεσμα, οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και πρακτικές θα συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό το όραμα του εκσυγχρονισμού «διά τα ευρωπαϊκής οδού» είχε κεντρική θέση στην πορεία του Καραμανλή από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, ενώ αργότερα σφράγισε και τη θητεία του Κώστα Σημίτη στην εξουσία, από το 1996.
Η συμμετοχή τα Ελλάδας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν πράγματι το μεγαλύτερο σοκ που έχει υποστεί το πολιτικό σύστημα τα χώρας σε καιρό ειρήνης. Η σχέση τα Ελλάδας με την Ε.Ε. υπήρξε ανέκαθεν άνιση: η χώρα αναγκάζεται συνεχώς να «εισάγει» νέες πολιτικές ιδέες, θεσμούς και πρακτικές που συνιστούν πρόκληση για τις καθεστηκυίες παραδόσεις. Στο μέτωπο τα οικονομίας, η ελληνική αγορά ρυθμίζεται όλο και περισσότερο από τν Βρυξέλλες. Επίσης, η συμμετοχή τα χώρας στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα ενέπλεξε τους πολιτικούς και τους αξιωματούχους τα σε πανευρωπαϊκά δίκτυα, τα οποία οι προκάτοχοι τους δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν. Τέλος, όλο σχεδόν το δίκτυο υποδομών της Ελλάδας αναπτύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια υπό την επίβλεψη και τη χρηματοδότηση τα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν ολίγον, η μεταρρυθμιστική επιρροή τα Ε.Ε. υπήρξε, αν μη τι άλλο, σημαντική.
Ποια ήταν τα αποτελέσματά της; Ως μέλος της Ε.Ε. η Ελλάδα ήταν άλλοτε ενοχλητική και άλλοτε πιστή σύμμαχος. Οι μεταπτώσεις της συμπεριφοράς της οφείλονται τόσο στον λαϊκισμό, όσο και στη σύγκρουση ταυτοτήτων. Όταν ο Καραμανλής διακήρυξε ότι η «Ελλάς ανήκει εν την Δύσιν», ο Ανδρέας Παπανδρέου απάντησε ότι ανήκει «στους Έλληνες». Ο αριστερίζων ριζοσπαστικός πατριωτισμός του Παπανδρέου οδήγησε την κυβέρνησή του σε απομόνωση και διαφοροποιήσεις από την υπόλοιπη Κοινότητα σε καίρια θέματα εξωτερικής πολιτικής (την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία, την κατάρριψη νοτιοκορεάτικου επιβατηγού αεροσκάφους, τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν). Υπό την πρωθυπουργία του, οι σχέσεις τα Ελλάδας με τις Βρυξέλλες έφτασαν στο χειρότερο δυνατό σημείο. Πιο πρόσφατα, ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος κέρδισε την υποστήριξη τα κοινής γνώμης με τις θέσεις του κατά της υποτιθέμενης επιβολής ευρωπαϊκών πλαισίων στην ελληνορθόδοξη εθνική ταυτότητα. Επίσης, η άνοδος του ΛΑΟΣ οφείλεται εν μέρει στο φόβο που νιώθουν ορισμένα κοινωνικά στρώματα απέναντι στον εξευρωπαϊσμό.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα έκανε και σημαντικά βήματα προόδου μέσα στην Ε.Ε. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι από τον Μάρτιο του 1990, όταν ο τότε πρόεδρος τα Κομισιόν Ζακ Ντελόρ είχε απευθύνει την πρωτάκουστη προειδοποίηση ότι η Ελλάδα αποτελεί βαρίδι για την Ευρώπη, μέχρι την είσοδο τα χώρας στην ΟΝΕ, επί υπουργίας Γιάννου Παπαντωνίου, πέρασε μόλις μία δεκαετία. Είναι ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα. Στη δεκαετία του 1990, επίσης, η Ελλάδα βγήκε από την απομόνωση και άρχισε να εισέρχεται στον σκληρό πυρήνα τα Ε.Ε.: τόσο η κυβέρνηση Σημίτη, όσο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη σπανίως βρέθηκαν σε δύσκολη θέση στα Συμβούλια Υπουργών και στις Συνόδους Κορυφής. Ιδιαίτερη μνεία έχει γίνει για την «ευρωπαϊκή» στάση τα Ελλάδας στο θέμα της ένταξης της Τουρκίας, αλλά και στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Οι δημοσκοπήσεις στη χώρα αναδεικνύουν εδώ και χρόνια υψηλότατα ποσοστά υποστήριξης της ενωσιακής διαδικασίας μεταξύ των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Αρκετοί παρατηρητές αποδίδουν την προαναφερθείσα αλλαγή στάσης της Ελλάδας στον σταδιακό «εξευρωπαϊσμό» της. Ο όρος αυτός ταυτίζεται ιστορικά στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη νότια Ευρώπη με τον «εκσυγχρονισμό». Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στη βόρεια Ευρώπη: ούτε στο Παρίσι, ούτε στο Βερολίνο, ούτε στις Βρυξέλλες. Η εν λόγω διαφοροποίηση αντανακλά και τις διαφορές στη νοηματοδότηση της «Ευρώπης» από τους λαούς τα γηραιάς ηπείρου. Επί τα ουσίας, ο «εκ-συγχρονισμός» που συμβολίζεται από την Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση με τη βαθιά ριζωμένη στην Ελλάδα κουλτούρα του κρατισμού, των πελατειακών σχέσεων και τα γραφειοκρατικής ανεπάρκειας. Η ιδεολογία τα Ενιαίας Αγοράς και, σε μικρότερο βαθμό, της Ατζέντας της Λισαβόνας, προάγουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την απελευθέρωση της οικονομίας, στοιχεία ξένα για την Ελλάδα. Αμφότερες συνέβαλαν στην ενίσχυση τα πορείας των ιδιωτικοποιήσεων στο εσωτερικό τα χώρας. Εντούτοις, οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές ήταν στην πλειοψηφία τους αποσπασματικές μετοχοποιήσεις και οι πρώην ΔΕΚΟ ακόμη δεν έχουν ξεφύγει από τον σφικτό εναγκαλισμό των υπουργείων στα οποία υπάγονταν.
Σε μία σειρά από θέματα, όπως η ενσωμάτωση τα ευρωπαϊκής νομοθεσίας, η προώθηση τα ενιαίας αγοράς και τα Ατζέντας τα Λισσαβόνας, αλλά και η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των τελευταίων στην Ε.Ε. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα τόσο της σύγκρουσης μεταξύ ελληνικής και βορειοευρωπαϊκής κουλτούρας, όσο και της ανεπάρκειας του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Παρά το τεράστιο μέγεθός του, το ελληνικό κράτος είναι ανεπαρκές εκεί που πραγματικά έχει σημασία: στην τεχνογνωσία και στην τεχνολογία.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα που επιθυμεί τον εξευρωπαϊσμό της και στην υπονόμευση του από τους εσωτερικούς θεσμούς και τις αγκυλώσεις τους, ενέχει μακροπρόθεσμα σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες για τη χώρα. Μέχρι σήμερα, η ικανότητά της για μεταρρύθμιση εξαρτάται εν πολλοίς από την δυνατότητα της Ε.Ε. να επιβάλει τη θέλησή της. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του ενιαίου νομίσματος, όπου επιβλήθηκαν έξωθεν και οι στόχοι που έπρεπε να επιτευχθούν και το χρονοδιάγραμμα για την επίτευξή τους. Το δίλημμα που αντιμετώπισε η Ελλάδα ήταν δυσάρεστο: προσαρμοστείτε ή απομονωθείτε. Αντιθέτως, η Ατζέντα της Λισσαβόνας είναι πιο ελαστική: η εφαρμογή της εξαρτάται από την θέληση των κρατών-μελών και την επίτευξη επιμέρους στόχων. Δεν πρέπει να αποτελεί επομένως έκπληξη η αποτυχία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τις δέουσες μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της εφαρμογής της, σε όλους τους καίριους τομείς – από το εργατικό δίκαιο έως το συνταξιοδοτικό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδος θα μπορούσε να δοκιμαστεί σοβαρά στο μέλλον, αν η Ε.Ε. έθετε αυστηρά κριτήρια για το άνοιγμα των αγορών και εφάρμοζε κυρώσεις για τη αποτυχία εφαρμογής τους.
Παράλληλα, οι ταραχές του Δεκεμβρίου ανέδειξαν την απογοήτευση της νεολαίας και άλλων κοινωνικών ομάδων από το πολιτικό σύστημα που απέτυχε να βελτιώσει τη ζωή τους. Τα αιτήματα των διαδηλωτών δεν ήταν απλώς μια διαμαρτυρία για την «ανάπτυξη χωρίς θέσεις εργασίας» των προηγούμενων ετών, αλλά και για το κλειστό σύστημα που αρνείται να εφαρμόσει την αξιοκρατία.
Ο εκσυγχρονισμός, ο οποίος ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό θα μπορούσε να ενισχύσει τις εντάσεις που ήδη παρατηρούνται. Όπως και για την Ελλάδα του Καραμανλή πριν από 30 χρόνια, έτσι και για τη σημερινή Ελλάδα, η Ευρώπη είναι ταυτόχρονα ευκαιρία, αλλά και απειλή, που αναδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες και την εσωτερική πραγματικότητα.
«Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό.»