Του ΣΤ. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Με δικτατορία τότε, το 1970, στην Ελλάδα, το γεύμα με τον γερουσιαστή στο Jockey Club της Ουάσιγκτον θα άρχιζε ασφαλώς με την πρόποση για την ελευθερία τού να γράφεις και να μιλάς. Η κατάπτωση στο Βιετνάμ, η ηθική απομόνωση των ΗΠΑ και το φοβερό «Αmerica, the killer»
Είχα τρακ όταν συνάντησα τον Τεντ Κένεντι εκείνο το βροχερό μεσημέρι του Οκτωβρίου 1970 στο Jockey Club του ξενοδοχείου Fairfax της Ουάσιγκτον. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Τον είχα πρωτοσυναντήσει σε μια δεξίωση της πρεσβείας της Δυτικής Γερμανίας όπου με σύστησε κοινός γνωστός και, παρουσιάζοντας ποιος είμαι και ποια εφημερίδα αντιπροσωπεύω, του ζήτησα να με δεχθεί «για να συζητήσουμε, γενικά». Κρατούσε ένα ποτήρι κρασί, το άλλο χέρι του αγκάλιαζε τους ώμους μιας αμερικανίδας δημοσιογράφου, μου έριξε ένα λοξό βλέμμα που στην καλύτερη περίπτωση θα το έλεγα σαρκαστικό και δεν μου απάντησε. Λυπήθηκα, αλλά δεν με εξέπληξε. Ημασταν στην εποχή της χούντας και τα συστατικά του Ελληνα δεν ήταν τα καλύτερα για να σου ανοίξουν την πόρτα ενός γερουσιαστή, και μάλιστα της φιλελεύθερης μερίδας των Δημοκρατικών. Καλού κακού έδωσα αργότερα την κάρτα μου σε έναν από τους staffers που τον συνόδευαν, ο οποίος είχε παρακολουθήσει τη συνάντησή μας.
– Lunch στο στέκι
Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή μου όταν ύστερα από δύο περίπου εβδομάδες μια γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο λέει όνομα, επίθετο και ότι μιλάει από το γραφείο του γερουσιαστή Εντουαρντ Κένεντι, ο οποίος- ω έκπληξη!με καλεί σε lunch την τάδε του μηνός, τάδε ώρα κ.λπ., στο οποίο θα είναι και άλλοι δύο δημοσιογράφοι. Προτού κλείσει η κοπέλα, προσθέτει σε τόνο λιγότερο επαγγελματικό πως αυτοί δεν είναι Ελληνες. Ετσι έφτασα στο ρεστοράν όπου τα μεσημέρια τρώνε πάσης λογής VΙΡs, γερουσιαστές, επιχειρηματίες και λομπίστες. Δεν είναι μεγάλο το Jockey Club του ξενοδοχείου Fairfax, τα τραπέζια του είναι στριμωχτά, το φαγητό του μέτριο, αλλά έχει καλό φωτισμό, άψογο σέρβις και είναι στέκι. Ο «Τεντ», όπως τον ήξερε όλος ο κόσμος, καθόταν στον δερμάτινο βυσσινί καναπέ του δεξιού τοίχου, δίπλα του ήταν μια κοπέλα του γραφείου του με ένα μεγάλο σημειωματάριο ανοιχτό και απέναντι στον γερουσιαστή καθόταν ένας υπερπληθωρικός νεαρός- ιταλός δημοσιογράφος, όπως μου συστήθηκε όταν κάθησα. Ο άλλος δεν εμφανίστηκε ως το τέλος του γεύματος.
– «Εμαθε για μένα»
Ο γερουσιαστής ήταν κάτι περισσότερο από εγκάρδιος προς εμένα και το τρακ που είχα προτού μπω στο ξενοδοχείο εξαφανίστηκε. Το πρώτο που μου είπε ήταν πως χαιρόταν που θα κουβεντιάζαμε και ότι «έμαθε για μένα» – σαν να ήθελε να εξηγήσει γιατί στην πρεσβεία δεν μου μίλησε καν, αλλά τώρα, αφού «έμαθε για μένα», ευχαρίστως θα τα λέγαμε. Η φωνή του ήταν πραγματικά μελωδική, με αυξομειώσεις στην ένταση και εκείνον τον αέρα της προφοράς των «ιθαγενών» του Νιου Ινγκλαντ. Φορούσε ένα τουίντ καφέ σακάκι, μαύρη γραβάτα- ακόμη τιμούσε τη μνήμη του Ρόμπερτ που είχε δολοφονηθεί πριν από δύο χρόνια -, το πρόσωπο ήταν ξανθοκόκκινο με έντονες καφετί φακίδες και τα μαλλιά του έπεφταν μπροστά σε μια μισοανοιχτή μπούκλα. Ηθελε να μάθει τι γινόταν στην Ελλάδα και αν η άρση της λογοκρισίας που διατυμπάνιζαν οι συνταγματάρχες εκείνες τις ημέρες ήταν αληθινή. Είπα ό,τι σχετικό ήξερα και του τόνισα ότι οι ανταποκρίσεις μου στο «Βήμα» εξακολουθούσαν να δημοσιεύονται είτε ανώνυμα είτε με την ένδειξη «Ιδ. υπηρεσία». Εβαλε τα γέλια, είπε κάτι διόλου κολακευτικό για τους στρατιωτικούς γενικά, όχι μόνο τους χουντικούς, σήκωσε το ποτήρι του με το «dry martini lemon twist»- ήταν το δεύτερο που έπινε προτού αρχίσουμε το φαγητό- και έκανε πρόποση για την ελευθερία τού να γράφεις και να μιλάς. Ηταν μια ευχή που δεν την άφησα ανεκμετάλλευτη.
– «Σφαγέας» αμάχων
Αρχισε να μιλάει για το αδιέξοδο στο Βιετνάμ, για την ηθική απομόνωση της Αμερικής, και δεν έκρυψε τους φόβους του για τις συνέπειες της πολιτικής του Νίξον στην αμερικανική νεολαία. Το (σταθερό, φυσικά) τηλέφωνο που βρισκόταν δίπλα στην κοπέλα του γραφείου του χτυπούσε συνεχώς, ο Τέντι δεν έδινε σημασία, η κοπέλα απαντούσε ότι ο Senator ήταν απασχολημένος, και την ώρα που το γκαρσόνι πήρε τις παραγγελίες μας – η κοπέλα δεν έφαγε, κρατούσε σημειώσεις- ο Κένεντι έκανε σε μένα και στον Ιταλό μια ανάλυση του Βιετναμικού όχι από στρατιωτικής ή διπλωματικής πλευράς αλλά καθαρά από ηθικής πλευράς. Τον εξόργιζε το κατάντημα της Αμερικής, η οποία από σημαιοφόρος των απελευθερωτικών κινημάτων κατέληξε «σφαγέας» αμάχων και παιδιών. Θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε εκείνο το «Αmerica, the killer» που εξεστόμισε με βλέμμα αγριωπό. Είχε ένα πάθος στη φωνή του που δεν άφηνε ασυγκίνητο τον ακροατή. Είχε απορροφηθεί τόσο με τον φιλιππικό του κατά του Νίξον που δεν χαιρετούσε γνωστούς και συναδέλφους του που περνώντας δίπλα από το τραπέζι μας υποκλίνονταν ελαφρά και χαιρετούσαν. Εκείνες τις ημέρες ο Νίξον είχε εξαγγείλει προτάσεις για ειρήνη στο Βιετνάμ. Ποια ήταν η εκτίμησή του; Αφού δεν τις πιστεύουμε εμείς, γιατί να τις πιστέψουν οι Βιετκόνγκ, αναρωτήθηκε σαρκαστικά.
– Ο αδελφός μου ο Ρόμπερτ
Τον ρώτησα αν πραγματικά το Πεντάγωνο θέλει να στείλει ατομικά όπλα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως είχα πληροφορηθεί και είχε δημοσιεύσει αρκετά επιδεικτικά «Το Βήμα». Δεν ήξερε. Αλλά όλα να τα περιμένουμε, είπε. Θύμισε, καθώς μας μιλούσε, ότι ο αδελφός του ο Ρόμπερτ είχε τον πυρηνικό αφοπλισμό από τα πρώτα θέματα στην ατζέντα της πολιτικής του, την οποία δεν πρόλαβε να ανακοινώσει. Εδωσε όμως μια δικαιολογία- η Σοβιετική Ενωση παραμένει μυστηριώδης και ως εκ τούτου επικίνδυνη. Και μας εξιστόρησε τις εντυπώσεις του Ρόμπερτ από συζητήσεις με σοβιετικούς ηγέτες. Το lunch κράτησε πάνω από μία ώρα, η κοπέλα του γραφείου κράτησε σημειώσεις και όταν, σφίγγοντας το χέρι τού γερουσιαστή για «ευχαριστώ» και «have a nice day», τον ρώτησα αν θα μπορούσα να τον επισκεφθώ στο γραφείο του στη Γερουσία, απάντησε με ένα θορυβώδες «βεβαίως» και μου υπέδειξε να συνεννοηθώ για τα σχετικά με τους staffers. Δεν πήρα ποτέ την πρόσκληση.
– Χωρίς λάμψη
Την τρίτη φορά που είδα τον Τέντ Κένεντι και μπορώ να πω ότι μίλησα τρία λεπτά μαζί του ήταν σε μια δεξίωση που έδινε στις αίθουσες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Πρέπει να ήταν το 1998 ή το 1999. Οπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Λευκός Οίκος προνοεί να υπάρχουν αρκετά μικρά δωμάτια όπου να αποσύρονται κάποιοι που, αφού χαιρετήσουν τον άλφα και τον βήτα, θα ήθελαν να συζητήσουν για κάπως σοβαρά ζητήματα. Στριφογυρίζοντας ανάμεσα στους απαραίτητους κοσμικούς και στους διπλωμάτες από χώρες που δυσκολεύεσαι να τις βρεις στον χάρτη, ρίχνοντας ματιές εδώ κι εκεί, ανακάλυψα τον Τέντι με την αδελφή του, τη Γιούνις- πέθανε πολύ πρόσφατα και αυτή. Η Γιούνις είχε κάνει εκείνες τις ημέρες ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή, οι εφημερίδες έγραψαν για τους ανά τον κόσμο παραπληγικούς αθλητές κ.ά. στους οποίους αφιέρωνε τη ζωή της και με κάποια υπερβολική αυτοπεποίθηση της έδωσα συγχαρητήρια για την «αποστολή» της, εξέφρασα την απογοήτευσή μου επειδή δεν έκανε σταθμό και στην Αθήνα και ομολογώ δεν θυμάμαι τι μου απάντησε, επειδή στράφηκα στον γερουσιαστή αδελφό της που, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, δεν μας πρόσεχε. Ηταν τόσο αλλαγμένος στην όψη, στην όλη του εμφάνιση. Είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από το γεύμα στο Jockey Club, είχε δοκιμάσει προσωπικές τραγωδίες, πολιτικές συγκινήσεις και οικογενειακά δράματα, αλλά τέτοια αλλαγή! Τα μάτια του είχαν χάσει εκείνη τη λάμψη των Κένεντι, που όπως έλεγε η Τζάκι ήταν αυτό που την «αγκίστρωσε» (ναι, έλεγε hooked) στον Τζον. Τα μαλλιά του πάντοτε πυκνά αλλά κατάλευκα- η μπούκλα είχε εξαφανιστεί-, τα μάτια του θολά, κατακόκκινα και σαν δακρυσμένα, μου φάνηκε ότι καμπούριαζε και σαν να ανάσαινε δύσκολα. Αλλά το μυαλό του! Η φωνή του ήταν χαμηλή, αλλά η γλώσσα του, τα λόγια του καθαρά, με νόημα και κρίση.
– Ενα ακόμη ραντεβού
Φυσικά δεν του θύμισα το γεύμα στο Jockey Club, ούτε την πρόσκληση που δεν έλαβα, ωστόσο στο άκουσμα «Ελληνας» απάντησε δηλώνοντας με κάποιο ενθουσιασμό ότι είναι φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, ο οφθαλμίατρός του ήταν Ελληνας, μου αράδιασε μερικά ονόματα Ελληνοαμερικανών, γνωστών και «πολύ επιτυχημένων, εννοείται Δημοκρατικών» και, χωρίς να περιμένει κάποια ερώτησή μου, μου δήλωσε ότι πάμε πολύ καλά στην Ευρώπη και άρχισε να μου μιλάει σαν να έδινε εξετάσεις για τις γνώσεις του περί Ελλάδος- για τους Τούρκους με τους οποίους δεν γίνεται τίποτε, για τα Βαλκάνια τα οποία ζουν στον κόσμο τους, για την ευρωπαϊκή πολιτική του Κλίντον- και δίνοντάς μου το χέρι του για αποχαιρετισμό με βεβαίωσε πάλι ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτος στο γραφείο του στη Γερουσία, όπου τότε ήταν πάλι πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών.
Ημ/νία Δημοσίευσης: Κυριακή, 30 Αυγούστου 2009
«Η ανάρτηση των άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν σημαίνει και απόλυτη ταύτιση με το περιεχόμενο των ιδεών του αρθρογράφου. Τα άρθρα αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα για προβληματισμό.»